4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Στάθης Σ.

Καβαλάω την τεχνολογία και ταξιδεύω στην εποχή πριν από την αρχή του χρόνου.
Δεν μου αρέσει άλλο αυτός ο κόσμος, με κούρασε (ίσως και να με εξαίρεσε
ξέρασε - πέστε το όπως θέλετε), όμως

όλο και πιο συχνά τρέχω στις παλιές μου παρέες, πριν από τον έρωτα και την πολιτική· χάνομαι στα μαύρα δάση των Ιεροκουά (όπως εξελλήνιζαν το όνομα των Τσερόκυ οι μεταφραστές μιας άλλης εποχής) και τρέχω μαζί με τον Ντάνιελ Μπουν και τον τελευταίο των Μοϊκανών από ιστορία σε ιστορία - μάλλον δεν έχω τίποτε άλλο πλέον να λέω
θέλω μόνον να ακούω
ραψωδίες,
πώς ο Μπάτμαν φτιάχτηκε απ’ τα μαύρα φτερά των αγγέλων που δεν μπορούν να δακρύσουν ποτέ, πώς η ασπίδα του Αχιλλέα έγινε αστεράκι στον μπερέ του Τσε και πώς ο Δον Κιχώτης άνοιξε ταβέρνα να μαζεύονται τα βράδια οι απόκληροι
αυτοί που ξέμειναν πίσω απ’ τις διαφημίσεις, που τους προσπέρασε η ψυχανάλυση κι απόμειναν να χάσκουν με τον θάνατο των παιδιών στη Γάζα, χωρίς να μπορούν να τον προσθέσουν στην αναγκαιότητα που κινεί την Ιστορία.
¶νθρωποι, με έναν λόγο, σαν στίχοι ανάμεσα στους λύκους.

***
Η εποχή μας άρχισε όταν έπαψαν να υπάρχουν καλοί και κακοί. Όταν όλοι άρχισαν να διαλέγουν χωρίς αρχές και μόνον αναλόγως της συγκυρίας. Χωρίς ιδεολογία
και συνθήκες με την ηθική, τη μιαν ημέρα μπορεί ο καθένας να κάνει το καλό και την επομένη το ίδιο καλά το κακό.
Ίσως αυτό να συνέβαινε από κτίσεως κόσμου. Εγώ όμως είμαι βραδύνους και γραφικός, θύμα των ποιητών, και δεν αντελήφθην εγκαίρως
ότι αυτό που εγώ θεωρώ καλό (ασχέτως του τι θεωρούν οι άλλοι) είναι το ίδιο τίμιο με αυτό που εγώ επίσης θεωρώ κακό (ασχέτως του τι θεωρούν οι άλλοι). Και είδα
ότι άνθρωποι σαν εμένα, πέραν του καλού και του κακού, υπεράνω των τάξεων, χαλαροί, πληθύναμε και κατακυριεύσαμε τα περιοδικά, τις εφημερίδες, τις οθόνες, τις επιχειρήσεις, τα σχολεία, το στράτευμα και γίναμε ολόμοιοι με τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν πάνω σε πεθαμένα ορυχεία και γενικώς στη διαδρομή του Στάλκερ από μαύρο σκυλί σε μαύρο σκυλί...
... το ίδιο σκυλί μέσα σε έναν παράξενο χωροχρόνο γεμάτο από καλλονές (ορδές από καλλονές) φτιαγμένες για μαφιόζους ή πολιτικώς ορθούς καλλιτέχνες. (Καθ’ ότι, αν με εννοείτε, υπάρχει μία ανεξήγητη ομοιότης ανάμεσα στους μαφιόζους από φιλμ και στην τέχνη για λεφτά.)
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Όμως μακρηγορώ.
Η εποχή μας λοιπόν άρχισε, όπως προείπα, όταν άρχισε και η δολοφονία των γεγονότων. Ίσως κι αυτό να συμβαίνει από κτίσεως κόσμου, εγώ όμως το αντελήφθην
όταν είδα συντρόφους μου και παλιές μου ερωμένες να κατατάσσονται στη Μεραρχία Κόνδωρ και να βγαίνουν τις νύχτες για να μπουκάρουν στα τυπογραφεία των εφημερίδων. Εσείς την άλλη ημέρα το πρωί διαβάζετε ανύποπτοι τα νέα,
αλλά δεν ξέρετε πόσες και ποιες λέξεις συνελήφθησαν
το προηγούμενο βράδυ, πόσες μέθυσαν στα μπαράκια κι άλλες που χάθηκαν στους δρόμους της πόλης χωρίς να ξανακούσετε για αυτές τίποτα ποτέ.
Έτσι κυκλοφορούν τα νέα.
Και αυτά που γλυτώνουν από τους σμπίρους και αυτά που κατασκευάζουν οι γύπες.
Κι όποιος τα ξεχωρίζει να μου τρυπήσει τη μύτη ο σπόνσοράς του - τα παιδιά στρατιώτες
στην Αφρική σκοτώνουν τον πατέρα τους, τρώνε σκουπίδια κι όταν μεγαλώσουν γίνονται Σομαλοί πειρατές. Έτσι, πάντα το κακό έχει ένα πρόσωπο ευδιάκριτο και αναγνωρίσιμο, η τάξη του κόσμου συνεχίζεται: στο Πεκίνο οι εργάτες λιμοκτονούν και στο Παρίσι αυτοκτονούν οι άνεργοι
έχει η τάξη του κόσμου τους Νόμους της. Τους βλέπουν τα πουλιά και φτερουγίζουν μακριά.
Έτσι λοιπόν κι εγώ βραδυπορώ (άλλωστε είπαμε, βραδύνους), δεν θέλω άλλη απ’ αυτήν την εποχή και μένω πίσω. Τρέσας και ρίψασπις,
ίσως,
αλλά ασφαλής, μακριά απ’ τους προφήτες και τους προδότες.

***
Έξω στους δρόμους οι πιτσιρικάδες ανέβασαν στα πανώ τους παραστάσεις. Μίλησαν για την απελπιστική απώλεια του χρόνου που τους σκοτώνει κι έφτιαξαν απ’ τις σελίδες του Ντοστογιέφσκι καραβάκια και φιτίλια για μολότοφ - τρέμει
η Σύγκλητος, «να» δείχνει με το δάχτυλο «να η εξέγερση των (γο)νέων», έφριξαν οι Πραιτωριανοί κι έτρεξε στο καθήκον το 17ο Σύνταγμα Γενιτσάρων, εδάφιο 4, παράγραφος 3, πιάσαν τον Γιάννο οι Ες-Ες για κρέμασμα τον πάνε τώρα...
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Δεν θέλω να ξέρω.
Δεν έχω τίποτε άλλο να πω. Όλοι είμεθα «θύματα των περιστάσεων», όπως είπε η κύρια Τζίπι Λίβνι, παράπλευρες απώλειες, άλλος στη Γάζα, άλλος στο Περιστέρι.
Δεν έχω φωνή για τις φωνητικές χορδές της Κούνεβα που κάηκαν με βιτριόλι, θέλω μόνον να ακούω πια. Όταν ακούς εξάλλου δεν κάνεις λάθη· ακούς μια διαταγή, ένα τραγούδι, τις οδηγίες για επιβίβαση-αποβίβαση στο Μετρό, πρέπει νά ’σαι κωθώνι για να τα σκατώσεις. Ενώ
όταν μιλάς μπορεί η βλακεία να αποβλακώσει αυτό που λες, άσε καλύτερα.
Φεύγω λοιπόν κι εγώ· επιστρέφω και χάνομαι στις παλιές μου σελίδες με τους παλιούς μου ήρωες παρέα, τον Φλας Γκόρντον και τον Παράξενο Αδάμ, στην ταβέρνα του Δον Κιχώτη, με τον ¶νθρωπο Που Γελά, Κουασιμόδοι με την ησυχία μας, εμείς οι ¶νθρωποι που θα γίνονταν Βασιλιάδες και
γίναμε διαγραμμένοι απ’ το κόμμα, αποσυνάγωγοι απ’ τις καλές συναναστροφές και πάντως κορόιδα που δεν κατάφεραν να ’κονομήσουν, να μπουν σε μια Ανεξάρτητη Αρχή, να προκόψουν κάπου τέλος πάντων.

***
Δεν έχω τίποτα άλλο να πω.
Τώρα ο άνεμος με ευκολία λέει όσα έλεγαν κάποτε με δέος οι θεοί. Τώρα ο φόνος έχει το επιτόκιό του και το μίασμα μπορεί να πληρώνει το απορρυπαντικό του πρόστιμο. Οι λέξεις οι δικές μας
έμειναν σαν τους παγωμένους μετεωρίτες στο διάστημα, να γυρίζουν σε τροχιές πίσω στην αρχή των εποχών, πριν να αποκτήσουν προορισμό οι άγγελοι, πριν να δέσουν στον Καύκασο τον Προμηθέα το Παρελθόν και το Μέλλον - ίσως για μια στιγμή, για κάποιες ακόμα βραδιές
να μπορούμε ακόμα να υπάρχουμε χωρίς σκοτωμένους μικρούς πρίγκιπες γύρω μας και μέσα μας, χωρίς η μάνα μας να μας βουτάει αενάως στα νερά της Στυγός απ’ τον καημό της να βγούμε άτρωτοι στη βιοπάλη, χωρίς τον θανατερό έρωτα να αγοράζει για τριάντα αργύρια το πένθος μας, να υπάρξουμε έστω για μια στιγμή για λίγες βραδιές, χωρίς να χρειαστεί ο Οδυσσέας να χάσει τους συντρόφους του, αλλά
αφελείς μέσα σε ένα φως σαν να μην έχει γεννηθεί ακόμα.
Ψήνοντας μακάριοι τα βόδια του Ήλιου στα Ηλύσια Πεδία, χωρίς να φταίμε εμείς για την κλεψιά του Ερμή. Ίσως για κάποια βράδια, κάποιες στιγμές...